- σπαράξῃ
- σπαράξηι , σπάραξιςretchingfem dat sg (epic)σπαράσσωtearaor subj mid 2nd sgσπαράσσωtearaor subj act 3rd sgσπαράσσωtearfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπάραξη — η / σπάραξις, άσεως, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες τής τάξης ιριδώδη και περιλαμβάνει 4 έως 6 είδη πολυετών ποωδών φυτών με σωληνοειδή ή χοανοειδή άνθη αρχ. σπαραγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σπαράξηι — σπάραξις retching fem dat sg (epic) σπαράξῃ , σπαράσσω tear aor subj mid 2nd sg σπαράξῃ , σπαράσσω tear aor subj act 3rd sg σπαράξῃ , σπαράσσω tear fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)